- επανευρίσκω
- ξαναβρίσκω κάτι χαμένο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξαναβρίσκω — 1. βρίσκω κάτι ή κάποιον πάλι, ξανασυναντώ, επανευρίσκω 2. σκέπτομαι κάτι ξανά και αλλάζω γνώμη («πατέρα να τό ξαναβρείς πάλι να ρθεις στο σπίτι μας, νά σαι με τα παιδία σου», Μαν. μοιρολ.) … Dictionary of Greek